ποταμιαίος

ποταμιαίος
-αία, -ον, Α
ποτάμιος («ποταμιαῑα ὕδατα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νωτ-ιαῖος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ποταμιαίων — ποταμιαῖος fem gen pl ποταμιαῖος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταμιαίους — ποταμιαῖος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταμιαίῳ — ποταμιαῖος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • блато — БЛАТ|О (12), А с. Болото: чл҃вкъ ѥго же дѣл˫а ѥсть н҃бо... ||=море и озера и блата и сточьнiци. СбТр XII/XIII, 15 16; рече г҃ь. да идеть к блотоу. [так!] ѥже не течеть. Там же, 49; Декии же оубьѥнъ бы(с) ѡ(т) Скоуфанъ... въ блатѣ оутопе съ своимь …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”